επαμφοτερής
Смотреть что такое "επαμφοτερής" в других словарях:
επαμφοτερής — ἐπαμφοτερής, ές (Α) αυτός που επαμφοτερίζει, που είναι άλλοτε με το μέρος τού ενός, άλλοτε με το μέρος τού άλλου, ο διπρόσωπος. Ο Κόντος θεωρεί τον τύπο ανελλήνιστο και διορθώνει: έπαμφοτεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος] … Dictionary of Greek
επαμφοτεριστής — ἐπαμφοτεριστής, ο (Α) [επαμφοτερίζω] επαμφοτερής, αυτός που αμφιταλαντεύεται, που διστάζει … Dictionary of Greek