επαμφοτερής

επαμφοτερής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επαμφοτερής" в других словарях:

  • επαμφοτερής — ἐπαμφοτερής, ές (Α) αυτός που επαμφοτερίζει, που είναι άλλοτε με το μέρος τού ενός, άλλοτε με το μέρος τού άλλου, ο διπρόσωπος. Ο Κόντος θεωρεί τον τύπο ανελλήνιστο και διορθώνει: έπαμφοτεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμφότερος] …   Dictionary of Greek

  • επαμφοτεριστής — ἐπαμφοτεριστής, ο (Α) [επαμφοτερίζω] επαμφοτερής, αυτός που αμφιταλαντεύεται, που διστάζει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»